Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
View word page
σαρκήρης
of, consisting of flesh

ShortDef

of, consisting of flesh

Debugging

Headword:
σαρκήρης
Headword (normalized):
σαρκήρης
Headword (normalized/stripped):
σαρκηρης
IDX:
79006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79007
Key:

Data

{'content': 'of, consisting of flesh'}