Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
View word page
σαρκελάφεια
venison-figs
ShortDef
venison-figs
Debugging
Headword:
σαρκελάφεια
Headword (normalized):
σαρκελάφεια
Headword (normalized/stripped):
σαρκελαφεια
IDX:
79005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79006
Key:
Data
{'content': 'venison-figs'}