Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
View word page
σάρκειος
fleshy
ShortDef
fleshy
Debugging
Headword:
σάρκειος
Headword (normalized):
σάρκειος
Headword (normalized/stripped):
σαρκειος
IDX:
79004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79005
Key:
Data
{'content': 'fleshy'}