Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
View word page
σαρκασμός
mockery, sarcasm

ShortDef

mockery, sarcasm

Debugging

Headword:
σαρκασμός
Headword (normalized):
σαρκασμός
Headword (normalized/stripped):
σαρκασμος
IDX:
79003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79004
Key:

Data

{'content': 'mockery, sarcasm'}