Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
View word page
σαρισοφόρος
armed with the sarissa

ShortDef

armed with the sarissa

Debugging

Headword:
σαρισοφόρος
Headword (normalized):
σαρισοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σαρισοφορος
IDX:
79000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79001
Key:

Data

{'content': 'armed with the sarissa'}