Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σάρδεις
σάρδης
Σαρδιανός
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
View word page
σαρδών
the rope sustaining the upper edge of a hunting-net

ShortDef

the rope sustaining the upper edge of a hunting-net

Debugging

Headword:
σαρδών
Headword (normalized):
σαρδών
Headword (normalized/stripped):
σαρδων
IDX:
78997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78998
Key:

Data

{'content': 'the rope sustaining the upper edge of a hunting-net'}