Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαργός
σαρδάνιον
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδης
Σαρδιανός
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
View word page
σαρδόνιον
the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net

ShortDef

the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net

Debugging

Headword:
σαρδόνιον
Headword (normalized):
σαρδόνιον
Headword (normalized/stripped):
σαρδονιον
IDX:
78994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78995
Key:

Data

{'content': 'the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net'}