Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σάργαλος
σαργάνη
σαργός
σαρδάνιον
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδης
Σαρδιανός
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
View word page
σάρδιος
Sardian stone, see σάρδιον

ShortDef

Sardian stone, see σάρδιον

Debugging

Headword:
σάρδιος
Headword (normalized):
σάρδιος
Headword (normalized/stripped):
σαρδιος
IDX:
78992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78993
Key:

Data

{'content': 'Sardian stone, see σάρδιον'}