Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαράπους
σάργαλος
σαργάνη
σαργός
σαρδάνιον
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδης
Σαρδιανός
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
View word page
σάρδιον
the Sardian stone, carnelian
ShortDef
the Sardian stone, carnelian
Debugging
Headword:
σάρδιον
Headword (normalized):
σάρδιον
Headword (normalized/stripped):
σαρδιον
IDX:
78991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78992
Key:
Data
{'content': 'the Sardian stone, carnelian'}