Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σαραπιεῖον
σάραπις
Σάραπις
σαράπους
σάργαλος
σαργάνη
σαργός
σαρδάνιον
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδης
Σαρδιανός
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σαρδών
σάρι
View word page
σάρδης
a precious stone
ShortDef
a precious stone
Debugging
Headword:
σάρδης
Headword (normalized):
σάρδης
Headword (normalized/stripped):
σαρδης
IDX:
78988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78989
Key:
Data
{'content': 'a precious stone'}