Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάραξ
σάραξ2
Σαραπιακός
Σαραπιεῖον
σάραπις
Σάραπις
σαράπους
σάργαλος
σαργάνη
σαργός
σαρδάνιον
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδης
Σαρδιανός
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνυξ
View word page
σαρδάνιον
sardonically
ShortDef
sardonically
Debugging
Headword:
σαρδάνιον
Headword (normalized):
σαρδάνιον
Headword (normalized/stripped):
σαρδανιον
IDX:
78985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78986
Key:
Data
{'content': 'sardonically'}