Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφικός
Σαπφώ
σάπων
σαπωναρικός
σαράβαρα
σάραβος
σαράγαρον
Σαράγγαι
Σαράγγης
σάραξ
σάραξ2
Σαραπιακός
View word page
Σαπφώ
Sapphο

ShortDef

Sapphο

Debugging

Headword:
Σαπφώ
Headword (normalized):
σαπφώ
Headword (normalized/stripped):
σαπφω
IDX:
78967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78968
Key:

Data

{'content': 'Sapphο'}