Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφικός
Σαπφώ
σάπων
σαπωναρικός
σαράβαρα
σάραβος
σαράγαρον
View word page
σαπρύνομαι
become rotten

ShortDef

become rotten

Debugging

Headword:
σαπρύνομαι
Headword (normalized):
σαπρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
σαπρυνομαι
IDX:
78962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78963
Key:

Data

{'content': 'become rotten'}