Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαπέρδης
σαπουλανᾶς
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφικός
Σαπφώ
σάπων
σαπωναρικός
σαράβαρα
View word page
σαπρότης
rottenness, putridity

ShortDef

rottenness, putridity

Debugging

Headword:
σαπρότης
Headword (normalized):
σαπρότης
Headword (normalized/stripped):
σαπροτης
IDX:
78960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78961
Key:

Data

{'content': 'rottenness, putridity'}