Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σαοῦλος
σαπέρδης
σαπουλανᾶς
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφικός
Σαπφώ
σάπων
σαπωναρικός
View word page
σαπρόστομος
with foul breath

ShortDef

with foul breath

Debugging

Headword:
σαπρόστομος
Headword (normalized):
σαπρόστομος
Headword (normalized/stripped):
σαπροστομος
IDX:
78959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78960
Key:

Data

{'content': 'with foul breath'}