Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαοστρέω
Σαοῦλος
σαπέρδης
σαπουλανᾶς
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφικός
Σαπφώ
σάπων
View word page
σαπρός
rotten, putrid; stale, worn out
ShortDef
rotten, putrid; stale, worn out
Debugging
Headword:
σαπρός
Headword (normalized):
σαπρός
Headword (normalized/stripped):
σαπρος
IDX:
78958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78959
Key:
Data
{'content': 'rotten, putrid; stale, worn out'}