Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαξίφραγον
σαόμβροτος
σαόπτολις
σαοστρέω
Σαοῦλος
σαπέρδης
σαπουλανᾶς
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
View word page
σαπρόκνημος
rotting the legs

ShortDef

rotting the legs

Debugging

Headword:
σαπρόκνημος
Headword (normalized):
σαπρόκνημος
Headword (normalized/stripped):
σαπροκνημος
IDX:
78955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78956
Key:

Data

{'content': 'rotting the legs'}