Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαντονικόν
σάξις
σαξίφραγον
σαόμβροτος
σαόπτολις
σαοστρέω
Σαοῦλος
σαπέρδης
σαπουλανᾶς
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρύνομαι
σαπφείρινος
View word page
σαπρίζω
make rotten
ShortDef
make rotten
Debugging
Headword:
σαπρίζω
Headword (normalized):
σαπρίζω
Headword (normalized/stripped):
σαπριζω
IDX:
78953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78954
Key:
Data
{'content': 'make rotten'}