Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
σανίσκη
σαννάκιον
σάννας
σάννιον
σαννίων
σαννυρίζω
σαντονικόν
σάξις
σαξίφραγον
σαόμβροτος
σαόπτολις
σαοστρέω
Σαοῦλος
σαπέρδης
σαπουλανᾶς
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
View word page
σάξις
cramming
ShortDef
cramming
Debugging
Headword:
σάξις
Headword (normalized):
σάξις
Headword (normalized/stripped):
σαξις
IDX:
78944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78945
Key:
Data
{'content': 'cramming'}