Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σανδών
σανίδιον
σανιδόω
σανιδώδης
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
σανίσκη
σαννάκιον
σάννας
σάννιον
σαννίων
σαννυρίζω
σαντονικόν
σάξις
σαξίφραγον
σαόμβροτος
σαόπτολις
σαοστρέω
Σαοῦλος
σαπέρδης
View word page
σάννιον
penis

ShortDef

penis

Debugging

Headword:
σάννιον
Headword (normalized):
σάννιον
Headword (normalized/stripped):
σαννιον
IDX:
78940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78941
Key:

Data

{'content': 'penis'}