Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνισόχρονος
ἀνισόω
ἀνίσταμι
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστορησία
ἀνιστόρητος
ἀνίσχιος
ἀνίσχυρος
ἀνισχυρότης
ἄνισχυς
ἀνίσωσις
ἀνισωτέον
ἀνιτέον
ἀνιΰζω
ἄνιχθυς
ἀνίχνευσις
ἀνίχνευτος
ἀνιχνεύω
ἀνίψαλος
ἀνίωτος
View word page
ἄνισχυς
without strength

ShortDef

without strength

Debugging

Headword:
ἄνισχυς
Headword (normalized):
ἄνισχυς
Headword (normalized/stripped):
ανισχυς
IDX:
7893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7894
Key:

Data

{'content': 'without strength'}