Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σανδαρακούργιον
σανδύκινος
σάνδυξ
σανδών
σανίδιον
σανιδόω
σανιδώδης
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
σανίσκη
σαννάκιον
σάννας
σάννιον
σαννίων
σαννυρίζω
σαντονικόν
σάξις
σαξίφραγον
View word page
σανιδωτός
planked, boarded over

ShortDef

planked, boarded over

Debugging

Headword:
σανιδωτός
Headword (normalized):
σανιδωτός
Headword (normalized/stripped):
σανιδωτος
IDX:
78935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78936
Key:

Data

{'content': 'planked, boarded over'}