Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σανδαλοθήκη
σάνδαλον
σανδαλώδης
Σάνδανις
σάνδανον
σανδαράκη
σανδαρακίζω
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σανδαρακούργιον
σανδύκινος
σάνδυξ
σανδών
σανίδιον
σανιδόω
σανιδώδης
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
σανίσκη
σαννάκιον
View word page
σανδύκινος
red
ShortDef
red
Debugging
Headword:
σανδύκινος
Headword (normalized):
σανδύκινος
Headword (normalized/stripped):
σανδυκινος
IDX:
78928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78929
Key:
Data
{'content': 'red'}