Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σανδαλίσκον
σανδαλοθήκη
σάνδαλον
σανδαλώδης
Σάνδανις
σάνδανον
σανδαράκη
σανδαρακίζω
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σανδαρακούργιον
σανδύκινος
σάνδυξ
σανδών
σανίδιον
σανιδόω
σανιδώδης
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
σανίσκη
View word page
σανδαρακούργιον
pit whence

ShortDef

pit whence

Debugging

Headword:
σανδαρακούργιον
Headword (normalized):
σανδαρακούργιον
Headword (normalized/stripped):
σανδαρακουργιον
IDX:
78927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78928
Key:

Data

{'content': 'pit whence'}