Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σανδαλίς
σανδαλίσκον
σανδαλοθήκη
σάνδαλον
σανδαλώδης
Σάνδανις
σάνδανον
σανδαράκη
σανδαρακίζω
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σανδαρακούργιον
σανδύκινος
σάνδυξ
σανδών
σανίδιον
σανιδόω
σανιδώδης
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
View word page
σανδαρακουργεῖον
a pit from which σανδαράκη is dug
ShortDef
a pit from which σανδαράκη is dug
Debugging
Headword:
σανδαρακουργεῖον
Headword (normalized):
σανδαρακουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
σανδαρακουργειον
IDX:
78926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78927
Key:
Data
{'content': 'a pit from which σανδαράκη is dug'}