Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαμφόρας
σαμψήρα
σαμψουχίζω
σαμψούχινος
σάμψουχον
σάν
Σαναβαλλέτης
Σαναῖος
σανδάλιον
σανδαλίς
σανδαλίσκον
σανδαλοθήκη
σάνδαλον
σανδαλώδης
Σάνδανις
σάνδανον
σανδαράκη
σανδαρακίζω
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σανδαρακούργιον
View word page
σανδαλίσκον
sandal (dim. of σάνδαλον)
ShortDef
sandal (dim. of σάνδαλον)
Debugging
Headword:
σανδαλίσκον
Headword (normalized):
σανδαλίσκον
Headword (normalized/stripped):
σανδαλισκον
IDX:
78917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78918
Key:
Data
{'content': 'sandal (dim. of σάνδαλον)'}