Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σάμος
σαμφαριτική
σαμφόρας
σαμψήρα
σαμψουχίζω
σαμψούχινος
σάμψουχον
σάν
Σαναβαλλέτης
Σαναῖος
σανδάλιον
σανδαλίς
σανδαλίσκον
σανδαλοθήκη
σάνδαλον
σανδαλώδης
Σάνδανις
σάνδανον
σανδαράκη
σανδαρακίζω
σανδαράκινος
View word page
σανδάλιον
sandal, horseshoe, type of bandage

ShortDef

sandal, horseshoe, type of bandage

Debugging

Headword:
σανδάλιον
Headword (normalized):
σανδάλιον
Headword (normalized/stripped):
σανδαλιον
IDX:
78915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78916
Key:

Data

{'content': 'sandal, horseshoe, type of bandage'}