Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
View word page
ἀγροικοπυρρώνειος
rude, coarse Pyrrhonist

ShortDef

rude, coarse Pyrrhonist

Debugging

Headword:
ἀγροικοπυρρώνειος
Headword (normalized):
ἀγροικοπυρρώνειος
Headword (normalized/stripped):
αγροικοπυρρωνειος
IDX:
788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-789
Key:

Data

{'content': 'rude, coarse Pyrrhonist'}