Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαλπιστικός
σαλτάριος
σαλύγη
σαλώμη
Σαλώμη
Σάμαινα
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμαρείτης
Σαμαρεύς
Σαμαρίτης
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
σάμεα
Σάμη
Σάμιος
Σαμοθρᾴκη
Σαμοθρᾳκιασταί
Σαμοθρᾴκιον
Σαμοθρᾴκιος
View word page
Σαμαρίτης
a Samaritan
ShortDef
a Samaritan
Debugging
Headword:
Σαμαρίτης
Headword (normalized):
σαμαρίτης
Headword (normalized/stripped):
σαμαριτης
IDX:
78893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78894
Key:
Data
{'content': 'a Samaritan'}