Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάλπισμα
σαλπιστικός
σαλτάριος
σαλύγη
σαλώμη
Σαλώμη
Σάμαινα
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμαρείτης
Σαμαρεύς
Σαμαρίτης
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
σάμεα
Σάμη
Σάμιος
Σαμοθρᾴκη
Σαμοθρᾳκιασταί
Σαμοθρᾴκιον
View word page
Σαμαρεύς
a Samaritan
ShortDef
a Samaritan
Debugging
Headword:
Σαμαρεύς
Headword (normalized):
σαμαρεύς
Headword (normalized/stripped):
σαμαρευς
IDX:
78892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78893
Key:
Data
{'content': 'a Samaritan'}