Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαλπίζω
σάλπισμα
σαλπιστικός
σαλτάριος
σαλύγη
σαλώμη
Σαλώμη
Σάμαινα
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμαρείτης
Σαμαρεύς
Σαμαρίτης
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
σάμεα
Σάμη
Σάμιος
Σαμοθρᾴκη
Σαμοθρᾳκιασταί
View word page
Σαμαρείτης
a Samaritan
ShortDef
a Samaritan
Debugging
Headword:
Σαμαρείτης
Headword (normalized):
σαμαρείτης
Headword (normalized/stripped):
σαμαρειτης
IDX:
78891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78892
Key:
Data
{'content': 'a Samaritan'}