Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σάλπιγξ
σαλπίζω
σάλπισμα
σαλπιστικός
σαλτάριος
σαλύγη
σαλώμη
Σαλώμη
Σάμαινα
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμαρείτης
Σαμαρεύς
Σαμαρίτης
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
σάμεα
Σάμη
Σάμιος
Σαμοθρᾴκη
View word page
Σαμάρεια
Samaria

ShortDef

Samaria

Debugging

Headword:
Σαμάρεια
Headword (normalized):
σαμάρεια
Headword (normalized/stripped):
σαμαρεια
IDX:
78890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78891
Key:

Data

{'content': 'Samaria'}