Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαλπιγγοειδής
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγγωτός
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σάλπισμα
σαλπιστικός
σαλτάριος
σαλύγη
σαλώμη
Σαλώμη
Σάμαινα
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμαρείτης
Σαμαρεύς
Σαμαρίτης
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
View word page
σαλώμη
a medicine
ShortDef
a medicine
Salome
Debugging
Headword:
σαλώμη
Headword (normalized):
σαλώμη
Headword (normalized/stripped):
σαλωμη
IDX:
78886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78887
Key:
Data
{'content': 'a medicine'}