Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάλπη
σαλπίγγιον
σαλπιγγοειδής
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγγωτός
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σάλπισμα
σαλπιστικός
σαλτάριος
σαλύγη
σαλώμη
Σαλώμη
Σάμαινα
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμαρείτης
Σαμαρεύς
Σαμαρίτης
σαμβαλούχη
View word page
σαλτάριος
salt
ShortDef
salt
Debugging
Headword:
σαλτάριος
Headword (normalized):
σαλτάριος
Headword (normalized/stripped):
σαλταριος
IDX:
78884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78885
Key:
Data
{'content': 'salt'}