Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σαλινάτωρ
σάλιος
σαλιούγκα
σαλκᾶ
Σάλμοξις
Σαλμυδήσσιος
Σαλμυδησσός
Σαλμωνεύς
Σαλμωνίς
σαλόομαι
σαλός
σάλος
Σάλουιος
Σαλούστιος
σάλπη
σαλπίγγιον
σαλπιγγοειδής
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγγωτός
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
View word page
σαλός
silly, imbecile
ShortDef
silly, imbecile
Debugging
Headword:
σαλός
Headword (normalized):
σαλός
Headword (normalized/stripped):
σαλος
IDX:
78870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78871
Key:
Data
{'content': 'silly, imbecile'}