Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαλεύω
Σαλινάτωρ
σάλιος
σαλιούγκα
σαλκᾶ
Σάλμοξις
Σαλμυδήσσιος
Σαλμυδησσός
Σαλμωνεύς
Σαλμωνίς
σαλόομαι
σαλός
σάλος
Σάλουιος
Σαλούστιος
σάλπη
σαλπίγγιον
σαλπιγγοειδής
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγγωτός
σαλπιγκτής
View word page
σαλόομαι
go delicately
ShortDef
go delicately
Debugging
Headword:
σαλόομαι
Headword (normalized):
σαλόομαι
Headword (normalized/stripped):
σαλοομαι
IDX:
78869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78870
Key:
Data
{'content': 'go delicately'}