Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνισοσκελής
ἀνισόστροφος
ἀνισοταχής
ἀνισότης
ἀνισοτοιχέω
ἀνισότονος
ἀνισουψής
ἀνισόχρονος
ἀνισόω
ἀνίσταμι
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστορησία
ἀνιστόρητος
ἀνίσχιος
ἀνίσχυρος
ἀνισχυρότης
ἄνισχυς
ἀνίσωσις
ἀνισωτέον
ἀνιτέον
View word page
ἀνίστημι
to make to stand up, raise up
ShortDef
to make to stand up, raise up
Debugging
Headword:
ἀνίστημι
Headword (normalized):
ἀνίστημι
Headword (normalized/stripped):
ανιστημι
IDX:
7886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7887
Key:
Data
{'content': 'to make to stand up, raise up'}