Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σαλαμίς
σάλαξ
σαλάριον
Σάλασσος
σαλάσσω
σάλευμα
σαλευομένως
σάλευσις
σαλευτός
σαλεύω
Σαλινάτωρ
σάλιος
σαλιούγκα
σαλκᾶ
Σάλμοξις
Σαλμυδήσσιος
Σαλμυδησσός
Σαλμωνεύς
Σαλμωνίς
σαλόομαι
σαλός
View word page
Σαλινάτωρ
Salinator
ShortDef
Salinator
Debugging
Headword:
Σαλινάτωρ
Headword (normalized):
σαλινάτωρ
Headword (normalized/stripped):
σαλινατωρ
IDX:
78860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78861
Key:
Data
{'content': 'Salinator'}