Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σαλαμινιάς
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλαξ
σαλάριον
Σάλασσος
σαλάσσω
σάλευμα
σαλευομένως
σάλευσις
σαλευτός
σαλεύω
Σαλινάτωρ
σάλιος
σαλιούγκα
σαλκᾶ
Σάλμοξις
Σαλμυδήσσιος
Σαλμυδησσός
Σαλμωνεύς
Σαλμωνίς
View word page
σαλευτός
tottering, unsteady

ShortDef

tottering, unsteady

Debugging

Headword:
σαλευτός
Headword (normalized):
σαλευτός
Headword (normalized/stripped):
σαλευτος
IDX:
78858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78859
Key:

Data

{'content': 'tottering, unsteady'}