Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαλάμβη
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμινιάς
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλαξ
σαλάριον
Σάλασσος
σαλάσσω
σάλευμα
σαλευομένως
σάλευσις
σαλευτός
σαλεύω
Σαλινάτωρ
σάλιος
σαλιούγκα
σαλκᾶ
Σάλμοξις
Σαλμυδήσσιος
Σαλμυδησσός
View word page
σαλευομένως
shakily
ShortDef
shakily
Debugging
Headword:
σαλευομένως
Headword (normalized):
σαλευομένως
Headword (normalized/stripped):
σαλευομενως
IDX:
78856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78857
Key:
Data
{'content': 'shakily'}