Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαλακωνεία
σαλακωνίζω
σαλαμάνδρα
σαλαμάνδρειος
σαλάμβη
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμινιάς
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλαξ
σαλάριον
Σάλασσος
σαλάσσω
σάλευμα
σαλευομένως
σάλευσις
σαλευτός
σαλεύω
Σαλινάτωρ
σάλιος
σαλιούγκα
View word page
σαλάριον
salarium, salary

ShortDef

salarium, salary

Debugging

Headword:
σαλάριον
Headword (normalized):
σαλάριον
Headword (normalized/stripped):
σαλαριον
IDX:
78852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78853
Key:

Data

{'content': 'salarium, salary'}