Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνισος
ἀνισοσθενής
ἀνισοσκελής
ἀνισόστροφος
ἀνισοταχής
ἀνισότης
ἀνισοτοιχέω
ἀνισότονος
ἀνισουψής
ἀνισόχρονος
ἀνισόω
ἀνίσταμι
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστορησία
ἀνιστόρητος
ἀνίσχιος
ἀνίσχυρος
ἀνισχυρότης
ἄνισχυς
ἀνίσωσις
View word page
ἀνισόω
to make equal, equalise

ShortDef

to make equal, equalise

Debugging

Headword:
ἀνισόω
Headword (normalized):
ἀνισόω
Headword (normalized/stripped):
ανισοω
IDX:
7884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7885
Key:

Data

{'content': 'to make equal, equalise'}