Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
σαλάκων
σαλακωνεία
σαλακωνίζω
σαλαμάνδρα
σαλαμάνδρειος
σαλάμβη
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμινιάς
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλαξ
σαλάριον
Σάλασσος
σαλάσσω
σάλευμα
σαλευομένως
View word page
σαλάμβη
vent-hole, chimney

ShortDef

vent-hole, chimney

Debugging

Headword:
σαλάμβη
Headword (normalized):
σαλάμβη
Headword (normalized/stripped):
σαλαμβη
IDX:
78846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78847
Key:

Data

{'content': 'vent-hole, chimney'}