Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάκτας2
σακτήρ
σακτός
σάκτωρ
σάκχαρ
σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
σαλάκων
σαλακωνεία
σαλακωνίζω
σαλαμάνδρα
σαλαμάνδρειος
σαλάμβη
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμινιάς
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλαξ
View word page
σαλάκων
a swaggerer
ShortDef
a swaggerer
Debugging
Headword:
σαλάκων
Headword (normalized):
σαλάκων
Headword (normalized/stripped):
σαλακων
IDX:
78841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78842
Key:
Data
{'content': 'a swaggerer'}