Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
σακτήρ
σακτός
σάκτωρ
σάκχαρ
σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
σαλάκων
σαλακωνεία
σαλακωνίζω
σαλαμάνδρα
σαλαμάνδρειος
View word page
σάκχαρ
sugar, Saccharum officinarum

ShortDef

sugar, Saccharum officinarum

Debugging

Headword:
σάκχαρ
Headword (normalized):
σάκχαρ
Headword (normalized/stripped):
σακχαρ
IDX:
78835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78836
Key:

Data

{'content': 'sugar, Saccharum officinarum'}