Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
σακτήρ
σακτός
σάκτωρ
σάκχαρ
σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
σαλάκων
σαλακωνεία
σαλακωνίζω
σαλαμάνδρα
View word page
σάκτωρ
a packer

ShortDef

a packer

Debugging

Headword:
σάκτωρ
Headword (normalized):
σάκτωρ
Headword (normalized/stripped):
σακτωρ
IDX:
78834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78835
Key:

Data

{'content': 'a packer'}