Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
σακτήρ
σακτός
σάκτωρ
σάκχαρ
σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
σαλάκων
σαλακωνεία
View word page
σακτήρ
sack

ShortDef

sack

Debugging

Headword:
σακτήρ
Headword (normalized):
σακτήρ
Headword (normalized/stripped):
σακτηρ
IDX:
78832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78833
Key:

Data

{'content': 'sack'}