Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
σακτήρ
σακτός
σάκτωρ
σάκχαρ
σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
σαλάκων
View word page
σάκτας2
Boeot., doctor
ShortDef
sack
Boeot., doctor
Debugging
Headword:
σάκτας2
Headword (normalized):
σάκτας
Headword (normalized/stripped):
σακτας2
IDX:
78831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78832
Key:
Data
{'content': 'Boeot., doctor'}