Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
σακτήρ
σακτός
σάκτωρ
σάκχαρ
σακχυφάντης
σαλ[ία
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐζω
View word page
σάκτας
sack

ShortDef

sack
Boeot., doctor

Debugging

Headword:
σάκτας
Headword (normalized):
σάκτας
Headword (normalized/stripped):
σακτας
IDX:
78830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78831
Key:

Data

{'content': 'sack'}