Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
σακτήρ
View word page
σακκοφορικός
of a porter

ShortDef

of a porter

Debugging

Headword:
σακκοφορικός
Headword (normalized):
σακκοφορικός
Headword (normalized/stripped):
σακκοφορικος
IDX:
78822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78823
Key:

Data

{'content': 'of a porter'}